- μπαλκ-κάριερ
- τοάκλ. ναυτ. φορτηγό πλοίο που μεταφέρει φορτίο χύμα, όπως λ.χ. δημητριακά και μεταλλεύματα, με μεγάλο άνοιγμα κύτους, με μηχανές και διαμερίσματα στην πρύμνη και με χωρητικότητα συνήθως 20.000 τόννων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. balk carrier < bulk «φορτίο» + carrier «μεταφορέας»].
Dictionary of Greek. 2013.